- μυττίς
- μυττίς, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «τὸ μέλαν τῆς σηπίας, θολός».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. μύτις* (βλ. και λ. μύτη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
μύτις — μύτις, ἡ (ΑΜ) μύτη, ρύγχος αρχ. 1. το μέρος τών σπλάγχνων τών μαλακίων που αντιστοιχεί στο ήπαρ 2. μυττίς * 3. (κατά τον Ησύχ.) «μύτις ἰχθύς θήλεια, ἥτις ἄνευ ἄρρενος οὐ νέμεται καὶ ὁ ἐν[ν]εός καὶ ὁ μὴ λαλῶν καὶ ὁ πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκλελυμένος».… … Dictionary of Greek